- εἱλάμην
- εἱλάμην s. αἱρέομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
εἱλάμην — αἱρέω take with the hand aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)